πεντέφυλλον

πεντέφυλλον
πεντέ-φυλλον,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεντέφυλλον — τὸ, Α βλ. πεντάφυλλος …   Dictionary of Greek

  • καλλιπέταλον — καλλιπέταλον, τὸ (Α) το φυτό πεντέφυλλον …   Dictionary of Greek

  • πεντάφυλλος — η, ο / πεντάφυλλος, ον, ΝΑ, ουδ. και πεντέφυλλον και πεμπτάφυλλον, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει πέντε φύλλα («πεντάφυλλα ῥόδα», Θεόφρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάφυλλο είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + φυλλος (< φύλλον), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”